Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

Να μη κρίνουμε κανέναν!


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ', Γεροντικό!
 
Σε κάποιον αδελφό που έμενε στο κοινόβιο του αββά Ηλία, συνέβη κάποτε ένας πειρασμός. Γι αυτό τον έδιωξαν από κει και πήγε κοντά στον αββά Αντώνιο, στο όρος. Αφού έμεινε ο αδελφός κοντά του κάποιο χρονικό διάστημα, τον έστειλε ο αββάς στο κοινόβιο απ΄ όπου είχε φύγει. Εκείνοι όμως μόλις τον είδαν, τον ξανάδιωξαν και ο αδελφός γύρισε πάλι στον αββά Αντώνιο και του είπε:“Δεν θέλησαν να με δεχθούν, πάτερ”. Τον έστειλε πάλι ο Γέροντας και τους μήνυσε το εξής: “Ένα καράβι ναυάγησε μέσα στο πέλαγος, έχασε το φορτίο του και με κόπο πολύ έφθασε στη στεριά. Και εσείς ό,τι σώθηκε και έφθασε στη στεριά, θέλετε να το καταποντίσετε;” Κι εκείνοι όταν άκουσαν ότι ο αββάς Αντώνιος τον έστειλε, ευθύς τον δέχθηκαν.
 
Είπε ο αββάς Ησαϊας: “Εάν σου έρθει λογισμός να κατακρίνεις τον πλησίον για κάποιο αμάρτημά του, πρώτα να σκεφθείς ότι εσύ είσαι περισσότερο αμαρτωλός απ΄ αυτόν και εκείνα που νομίζεις ότι σωστά τα κάνεις, μην πιστέψεις ότι ήσαν αρεστά στον Θεό. Και έτσι δεν θα τολμήσεις να καταδικάσεις τον πλησίον”.
 
Είπε επίσης:“Εάν δεν κατακρίνεις τον πλησίον αλλά εξουθενώνεις τον εαυτό σου, παρέχεις ανάπαυση στη συνείδησή σου”.
 
Πήγε κάποτε ο αββάς Ισαάκ ο Θηβαίος σε κάποιο κοινόβιο και είδε έναν αδελφό να σφάλλει και τον κατέκρινε. Όταν επέστρεψε στην έρημο, ήλθε άγγελος Κυρίου και στάθηκε μπροστά στην πόρτα του κελιού του και του είπε: “Δεν σου επιτρέπω να μπεις”. Κι εκείνος παρακαλούσε κι έλεγε: “Τι συμβαίνει;” Αποκρίθηκε ο άγγελος και του είπε: “Ο Θεός με έστειλε λέγοντας: Πες του, πού προστάζεις να βάλω τον αδελφό που έσφαλε και τον καταδίκασες”. Ευθύς μετανόησε ο αββάς και είπε: “Αμάρτησα, συγχώρεσέ με”. Και ο άγγελος του είπε: “Σήκω, σε συγχώρεσε ο θεός. Και στο εξής να προσέχεις να μην κρίνεις κανέναν, προτού τον κρίνει ο Θεός”.
 
Έλεγε ο αββάς Παφνούτιος, ο μαθητής του αββά Μακαρίου: “Παρακάλεσα τον Γέροντά μου λέγοντας: Πες μου κάποιον λόγο”. Κι εκείνος είπε: “Να μην κακομεταχειριστείς κανέναν ούτε να τον κατακρίνεις. Αυτά να κάνεις και σώζεσαι”.
 
Έλεγαν για τον αββά Μακάριο τον μεγάλο ότι είχε γίνει, όπως λέει η Γραφή, θεός επίγειος. Γιατί όπως ακριβώς ο Θεός σκεπάζει τον κόσμο, έτσι και ο αββάς Μακάριος σκέπαζε τα ελαττώματα που έβλεπε στους άλλους, σαν να μη τα έβλεπε, και εκείνα που άκουε σαν να μη τα άκουε.
 
Κάποιος αδελφός της Σκήτης κάποτε έσφαλε. Έγινε συγκέντρωση στην οποία κάλεσαν τον αββά Μωυσή αλλ΄ αυτός δεν θέλησε να πάει. Του παρήγγειλε τότε ο πρεσβύτερος: “Έλα, γιατί σε περιμένουν όλοι”. Κι εκείνος σηκώθηκε και πήγε κρατώντας στην πλάτη ένα καλάθι τρύπιο που το γέμισε άμμο. Οι Πατέρες που βγήκαν να τον προϋπαντήσουν του λένε: “Τι είναι αυτό, πάτερ;” “Οι αμαρτίες μου -απαντά ο Γέροντας- που κυλούν και πέφτουν πίσω μου και δεν τις βλέπω. Και ήλθα εγώ σήμερα να κρίνω τα σφάλματα άλλου”. Όταν τ΄ άκουσαν αυτά οι Πατέρες, δεν είπαν τίποτε εναντίον του αδελφού αλλά τον συγχώρεσαν.
 
Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα: “Πες μου, πώς θα γίνω μοναχός;” Και ο Γέροντας είπε: “Εάν θέλεις να βρεις ανάπαυση και σ΄ αυτόν τον κόσμο και στη μέλλουσα ζωή, να λες σε κάθε περίπτωση: Ποιος είμαι εγώ; Και να μην κατακρίνεις κανένα”.
 
Είπε επίσης: “Μπορεί ένας άνθρωπος να φαίνεται ότι σιωπά ενώ η καρδιά του κατακρίνει τους άλλους, ένας τέτοιος άνθρωπος πάντοτε λαλεί. Και μπορεί ένας άλλος να μιλάει από το πρωί ως το βράδυ και όμως κρατάει σιωπή γιατί δεν λέει τίποτε περισσότερο απ΄ όσα ωφελούν”.
 
Ρώτησε ένας αδελφός τον αββά Ποιμένα: “Εάν δω κάποιο σφάλμα του αδελφού μου, είναι καλό να το σκεπάσω;” Κι ο Γέροντας απάντησε: “Όποια ώρα σκεπάσουμε το σφάλμα του αδελφού μας, σκεπάζει και ο Θεός το δικό μας. Και όποια ώρα θα φανερώσουμε του αδελφού το σφάλμα, θα φανερώσει και ο Θεός το δικό μας”.
 
Ρώτησε ένας αδελφός τον αββά Ποιμένα: “Τι να κάνω πού όταν πάω να κάνω την πνευματική μου εργασία με κυριεύει η αμέλεια;” Κι ο Γέροντας του είπε: “Να μην εξευτελίσεις κανέναν ούτε να τον κατακρίνεις. Κανέναν να μην κατηγορήσεις και ο Θεός θα σου δώσει ανάπαυση και η πνευματική σου εργασία θα γίνεται ήρεμα”.
 
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα: “Τι να κάνω;” Κι ο Γέροντας του είπε: “Είναι γραμμένο: Την ανομία μου εγώ θα την εξαγγείλω και θα φροντίσω να απαλλαγώ από την αμαρτία μου”.
 
Κάποιος αδελφός έκανε μια ερώτηση σ΄ έναν άγιο Γέροντα για να έχει μια βάση, ώστε να μην αμαρτάνει με τον λογισμό. “Ας υποθέσουμε -είπε- ότι βλέπω κάποιον να κάνει κάτι και το λέω αυτό σε κάποιον άλλο, και βλέπω ότι δεν τον κατακρίνω, αλλά απλώς το συζητούμε. Αυτό παύει να είναι κατάκριση;” Ο Γέροντας είπε: “Εάν μιλάς με εμπάθεια έχοντας κάτι εναντίον του, είναι κατάκριση, αν όμως είσαι ελεύθερος από πάθος, δεν είναι κατάκριση. Αλλά για να μη μεγαλώνει το κακό, η σιωπή είναι προτιμότερη”.
 
Άκουσε κάποιος από τους αγίους Πατέρες ότι ένας αδελφός έπεσε στο αμάρτημα της πορνείας. Και είπε: “Ώ, άσχημα έκανε”. Μετά από λίγες μέρες πεθαίνει ο αδελφός. Και πάει άγγελος του θεού με την ψυχή του αδελφού στον Γέροντα και του λέει: “Δες αυτόν που κατέκρινες, πέθανε. Πού παραγγέλλεις να τον βάλω, στη Βασιλεία του Θεού ή στην κόλαση;” Μετά απ΄ αυτό, μέχρι την ώρα του θανάτου του ο Γέροντας ζητούσε ασταμάτητα από τον Θεό με δάκρυα και πόνο πολύ να τον συγχωρήσει.
 
Είπε κάποιος Γέροντας: “Εάν δεις αδελφό να αμαρτάνει, μη ρίξεις την αιτία σ΄ αυτόν αλλά στον πολέμιό του, και πες: Όπως αυτός νικήθηκε, έτσι κι εγώ. Κλαίε και ζήτα τη βοήθεια του Θεού και δείχνε συμπόνια σ΄ αυτόν που άθελά του πάσχει. Γιατί κανείς δεν θέλει να αμαρτήσει στον Θεό, αλλά όλοι σφάλλουμε”.
 
Είπε ένας Γέροντας: “Τίποτε δεν παροργίζει τόσο τον Θεό και τίποτε δεν απογυμνώνει τόσο τον άνθρωπο από τη χάρη, ώστε να φτάσει και σε εγκατάλειψη από μέρους του Θεού, όσο το να κατηγορεί τον πλησίον του ή να τον κατακρίνει ή να τον εξουθενώνει. Και είναι τόσο βαρύτερη η κατάκριση από κάθε άλλη αμαρτία, ώστε ο ίδιος ο Χριστός λέει: “Υποκριτή, βγάλε πρώτα το δοκάρι που έχεις στο μάτι σου και τότε θα δεις καθαρά για να βγάλεις το σκουπιδάκι πού βρίσκεται στο μάτι του αδελφού σου”. Παρομοίασε δηλαδή το αμάρτημα του πλησίον με το σκουπιδάκι, ενώ την κατάκριση με το δοκάρι. Είναι τόσο κακό το να κατακρίνει κανείς, σχεδόν ξεπερνά κάθε αμαρτία. Επομένως τίποτε δεν είναι βαρύτερο, αδελφοί μου, ούτε χειρότερο από το να καταδικάσουμε ή να εξουθενώσουμε τον πλησίον. Γιατί να μην προτιμούμε να κατακρίνουμε τον εαυτό μας;

Έλεγαν για τον αββά Ζήνωνα ότι βαδίζοντας κάποτε στην Παλαιστίνη κουράστηκε και έκατσε να φάει κοντά σ΄ έναν κήπο με αγγουριές. Και του λέει ο λογισμός του: “Πάρε ένα αγγουράκι και φάγε, δεν είναι τίποτε αυτό”. Κι αυτός απάντησε στον λογισμό του: “Οι κλέφτες πάνε στην κόλαση”. Σηκώθηκε λοιπόν και στάθηκε μέσα στον καύσωνα πέντε μέρες. Και αφού τσιγαρίσθηκε, είπε: “Δεν μπορώ να αντέξω την κόλαση”. Λέγει τότε στον λογισμό του: “Αν δεν μπορείς, μην κλέβεις για να τρως”.

Είπε ο αββάς Ησαϊας: “Τη σιωπή να την αγαπάς περισσότερο από το λόγο. Γιατί η σιωπή φέρνει θησαυρό, ενώ η ομιλία τον διασκορπίζει”.

Είπε ο αββάς Ιωάννης ο Κολοβός: “Εάν ένας βασιλιάς θελήσει να καταλάβει μια εχθρική πόλη, πρώτα δεσμεύει το νερό και την τροφή. Και έτσι οι εχθροί κινδυνεύοντας να πεθάνουν από την πείνα υποτάσσονται σ΄ αυτόν. Το ίδιο ισχύει και για τα σαρκικά πάθη. Εάν ο άνθρωπος ζήσει με νηστεία και πείνα, οι εχθροί που είναι στην ψυχή του χάνουν τη δύναμή τους”.

Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Ισίδωρο, τον πρεσβύτερο της Σκήτης: “Γιατί οι δαίμονες σε φοβούνται τόσο πολύ;” Και του απαντά ο Γέροντας: “Από την ώρα που έγινα μοναχός προσπαθώ να μην επιτρέπω την οργή να ανέβει στο στόμα μου”.

Κάποιος από τους Γέροντες πήγε στον συνασκητή του για να πάν να επισκεφθούν τον αββά Ιωσήφ. Του λέει λοιπόν: “Πες στον μαθητή σου να μας στρώσει το γαϊδουράκι”. Και του αποκρίνεται εκείνος: “Φώναξέ τον και ό,τι θέλεις θα στο κάνει”. Τον ρωτά “πώς ονομάζεται” και απαντά ο άλλος “δεν γνωρίζω”. Πόσον καιρό είναι μαζί σου -λέει ο Γέροντας- και δεν ξέρεις το όνομά του;” “Δύο χρόνια” του απαντά. “Αν εσύ δύο χρόνια δεν γνωρίζεις το όνομα του μαθητή σου -λέει ο επισκέπτης Γέροντας- εγώ τι χρειάζεται να το μάθω σε μια μέρα;”

Είπε ο αββάς Μακάριος: “Εάν επιπλήττοντας κάποιον, αισθανθείς μέσα σου να κινείται οργή, ικανοποιείς δικό σου πάθος. Και δεν σε υποχρεώνει κανείς να χάσεις τον εαυτό σου, για να σώσεις άλλους”.

Προσφέρθηκαν κάποτε στον αββά Μακάριο σταφύλια που επιθυμούσε να τα φάει. Από εγκράτεια όμως τα έστειλε σε έναν αδελφό άρρωστο πού κι αυτός είχε την επιθυμία να φάει σταφύλια. Αυτός τα πήρε, έδειξε μάλιστα πάρα πολύ χαρούμενος, γιατί ήθελε να κρύψει την εγκράτειά του, και κατόπιν τα έστειλε σε άλλον αδελφό με τη δικαιολογία ότι δεν έχει όρεξη για οτιδήποτε φαγώσιμο. Τα πήρε κι εκείνος και έκανε το ίδιο, αν και είχε μεγάλη επιθυμία να τα γευθεί. Καθώς λοιπόν σε πολλούς αδελφούς πήγαν τα σταφύλια και κανείς δεν θέλησε να τα φάει, ο τελευταίος επίσης αδελφός δεν τα έφαγε και τα έστειλε στον αββά Μακάριο πιστεύοντας ότι του προσφέρει σπουδαίο δώρο. Ο Μακάριος όμως τα αναγνώρισε και αφού ερεύνησε τι ακριβώς συνέβη, θαύμασε και ευχαρίστησε το Θεό για την τόσο μεγάλη εγκράτεια των αδελφών.

Είπε πάλι: “Εάν ο άνθρωπος θα θυμάται το ρητό της Γραφής ότι τα λόγια σου θα σε δικαιώσουν και τα λόγια σου θα σε καταδικάσουν, θα προτιμάει μάλλον να σιωπά”.

Είπε ακόμη ο Γέροντας ότι ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Παμβώ εάν είναι καλό να επαινούμε τον πλησίον. Και του απάντησε: “Καλύτερη είναι η σιωπή”.

Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Τιθόη: “Πώς να περιφρουρήσω την καρδιά μου;” Κι ο Γέροντας του λέει: “Πώς να φυλάξουμε την καρδιά μας, όταν είναι ανοικτές η γλώσσα μας και η κοιλιά μας;”

Είπε πάλι: “Εκείνος που δεν κυριαρχεί στη γλώσσα του σε ώρα οργής, αυτός ούτε στα πάθη του θα κυριαρχήσει ποτέ”.

Είπε ακόμη: “Προτιμότερο είναι να τρώει κανείς κρέας και να πίνει κρασί, παρά να τρώει τις σάρκες των αδελφών του με την καταλαλιά”.

Βγήκε έξω κάποια φορά ο Γέροντας τη νύκτα και με βρήκε να κοιμάμαι στην αυλή του κελιού. Και άρχισε ο Γέροντας να με θρηνεί και έλεγε κλαίοντας: “Άραγε πού βρίσκεται ο λογισμός του και κοιμάται τόσο αμέριμνα;”

Κάποιος από τους Γέροντες επισκέφθηκε άλλον Γέροντα, ο οποίος είπε στον μαθητή του: “Κάνε μας λίγη φακή”. Και έκανε. “Μούσκεψε και ψωμί” και μούσκεψε. Και παρέμειναν μιλώντας για πνευματικά θέματα ως την έκτη ώρα της άλλης μέρας. Και λέει στον μαθητή του πάλι: “Κάνε μας λίγη φακή, παιδί μου”. Και του απαντά ο μαθητής: “Από χθες την έκανα”. Και τότε σηκώθηκαν και έφαγαν.
 
Αρρώστησε κάποιος από τους Γέροντες και επειδή δεν μπορούσε να δεχθεί τροφή, τον παρακαλούσε πολλές μέρες ο μαθητής του να του κάνει λίγο κουρκούτι από σιμιγδάλι. Πράγματι πήγε, το έκανε και του το έφερε να φάει. Αλλά υπήρχε εκεί κρεμασμένο ένα αγγείο με λίγο μέλι μέσα και ένα άλλο με λίγο λάδι από λινόσπορο, μύριζε μάλιστα αυτό, γιατί ήταν από πολύ καιρό και προοριζόταν για το λυχνάρι. Και ο αδελφός κατά λάθος έβαλε στο φαγητό του Γέροντα απ΄ αυτό αντί για μέλι. Ο Γέροντας όταν το δοκίμασε, δεν έβγαλε μιλιά αλλά έφαγε σιωπηλός. Ο αδελφός επέμεινε να πάρει και δεύτερη φορά και ο Γέροντας βιάζοντας τον εαυτό του έφαγε. Του δίνει και τρίτη φορά, αλλά δεν θέλησε να φάγει λέγοντας: “Αλήθεια, παιδί μου, δεν μπορώ”. Κι ο αδελφός για να του κάνει τη διάθεση, του λέει: “Ωραίο είναι, αββά μου, να, κι εγώ θα φάω μαζί σου”. Μόλις όμως το δοκίμασε και αντιλήφθηκε τι έκανε, έπεσε με το πρόσωπο στη γη λέγοντας: “Αλίμονό μου, αββά, σε σκότωσα, και συ μου φόρτωσες την αμαρτία που δεν μίλησες”. Κι ο Γέροντας του λέει: “Παιδί μου, μη θλίβεσαι, εάν ήθελε ο Θεός να φάω μέλι, μέλι θα είχες βάλει”.

Και εννοώ τα κακά τα δικά μας πού καλά τα γνωρίζουμε και για τα οποία πρόκειται να δώσουμε λόγο στον Θεό. Γιατί αρπάζουμε το δικαίωμα της κρίσης του Θεού; Τι θέλουμε από το πλάσμα του, τι θέλουμε από τον πλησίον; Τι ζητάμε από τα βάρη του άλλου; Έχουμε, αδελφοί, τι να φροντίσουμε. Ο καθείς ας προσέχει τον εαυτό του και τις δικές του κακίες.

Η εξουσία να δικαιώνει και να καταδικάζει, ανήκει μόνο στον Θεό, που γνωρίζει και την κατάσταση του καθενός και τη δύναμη, τον τρόπο της ζωής και τα χαρίσματά του, την ιδιοσυγκρασία και τις ικανότητές του, ανήκει στον Θεό που κρίνει ανάλογα με το καθένα απ΄ αυτά, όπως ο ίδιος μόνος τα γνωρίζει”.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζητηση

Αναγνώστες