Δεν υπάρχει άλλος σίγουρος δρόμος σωτηρίας, εκτός από το να εξομολογείται ο καθένας σε πατέρες με πολλή διάκριση και από αυτούς να παίρνει οδηγίες για την αρετή και να μην ακολουθεί το δικό του θέλημα.

(Άγιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος.)







Τούτον Δανιήλ υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον πρός τον Πατέρα, και πάσαν την κρίσιν και την τιμήν παρ'εκείνου υποδεχόμενον

(Αποστολικαί Διαταγαί, Ε΄, ΧΧ 10, ΒΕΠ 2,92)
Αγία τριάδα


Εθεώρουν έως ότου θρόνοι ετέθησαν και παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών, και η θρίξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν... εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών εφθασε...

(Δανιήλ Ζ', 9 και 14)



"Πιστεύοντες εις ένα Θεόν εν Τριάδι ανυμνούμενον, τας τιμίας Αυτού εικόνας ασπαζόμεθα."

(Πρακτικά εβδόμης Οικουμενικής συνόδου, Τόμος Β' σελ. 883)

Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

Η Νίκη της Άμπλιανης (14 Ιουλίου 1824).

Δημήτρη Φωτιάδη
 
Η Πύλη, μη θέλοντας ν’ αφήσει ήσυχους τους επαναστατημένους Γιουνάνηδες πριν από τη μεγάλη συντονισμένη επίθεση, που θα έκδηλωνόταν όταν ο στρατός τού Μωχάμετ Άλη θάφτανε στο Μοριά, ανάθεσε, το καλοκαίρι τού 1824, στον Ντερβίς πασά να χτυπήσει τη Ρούμελη.

Με τ’ ασκέρι του, που έφτανε τις δώδεκα χιλιάδες, ξεκίνησε από το Ζητούνι, τη σημερινή Λαμία, στα μέσα τού Ιούνη. Αφού πέρασε το Σπερχειό κι έ­φτασε στις Θερμοπύλες, έστησε στρατόπεδο για να κρατήσει ανοιχτό το δρόμο τού ανεφοδιασμού του. Έμεινε ο ίδιος σ’ αυτό με 2500 πεζούς και 500 κα­βαλάρηδες κι έστειλε τις αποδέλοιπες δυνάμεις του, κάτω από τις διαταγές τού Αμπάζ πασά και τού Περκόφτσαλη, να χτυπήσουν τα Σάλωνα.
 
Οι Έλληνες ήταν στρατοπεδευμένοι, όπως είπα­με, στην Άμπλιανη, ανάμεσα δηλαδή στα Σάλωνα και το Χάνι της Γραβιάς. Βρίσκονταν εκεί ο Νάκος Πανουριάς, ο Γιώργης Δράκος, ο Γιώτης Δαγκλής, ο Διαμαντής Ζέρβας κι ο Περραιβός με διακόσιους πενήντα Σουλιώτες.
 
Η προφυλακή τού τούρκικου ασκεριού έπιασε, στις 6 τού Ιούλη, το Χάνι της Γραβιάς, αφού πριν ζώγρησε ως τρακόσιες φαμελιές από τα γύρω Βλα­χοχώρια. Την ίδια νύχτα ο Μήτσος Κοντογιάννης, ο Σκαλτσοδήμος κι ο Σιαφάκας ρίχνονται αιφνιδια­στικά στους εχθρούς, τους βάζουν σ’ αναταραχή κι ελευθερώνουν τις φαμελιές.
 
Στις 8 τού Ιούλη μια σημαντική τούρκικη δύναμη παράτησε το Χάνι της Γραβιάς και προχωρά προς το Λιδωρίκι, όπου βρισκόταν με λίγα παλικάρια ο Σκαλτσάς. Τους χτυπάνε οι Τούρκοι και θα τους έλιωναν όλους αν δεν έφτανε σε βοήθειά τους ο Σαφάκας με τρακόσιους πενήντα Κραβαρίτες. Τρεις φορές πάτησαν τις θέσεις των δικών μας οι εχθροί και τρεις φορές οι Έλληνες τους ξεφώλιασαν απ’ αυτές. Στο τέλος οι Τούρκοι πισωδρόμησαν παίρ­νοντας μαζί τους ίσαμε οχτώ χιλιάδες γιδοπρόβατα.
 
Ο Κίτσος Τζαβέλας βρισκόταν στα Τριζόνια της Λωρίδας. Απ’ αυτά γράφει στις 10 τού Ιούλη στην κυβέρνηση:
 
«Ενταύθα επληροφορήθην ότι επλησίαζον οι εχθροί εις τα Σάλωνα. Είδον τον κίνδυνον της πατρίδος και την απελπισίαν των αδυνάτων, και απεφάσισα να υπά­γω αυτός εγώ εναντίον των»133.
 
Στις 13 τού Ιούλη κινήθηκε από το Χάνι της Γραβιάς όλη η Τούρκικη δύναμη που είχε συναχτεί εκεί, πάνω από οχτώ χιλιάδες, έχοντας μαζί της και δυο κανόνια. Τράβαγαν για τα Σάλωνα. Σαν έφτασαν όμως στην Άμπλιανη βρήκαν το δρόμο φραγμένο μ’ έλατα. Πίσω απ’ αυτά ήταν αμπουρωμένοι ίσαμε τρεις χιλιάδες Έλληνες που θ’ αντιβγαίνανε σε τρι­πλάσιους σχεδόν εχθρούς.
 
Η μάχη άρχισε στις 9 το πρωί 14 τού Ιούλη, όταν χύθηκαν οι Τούρκοι να πάρουν με γιουρούσι τους δικούς μας. Μα ήταν τόση η φωτιά των Ελλήνων, που καρφώθηκαν μπροστά από τα έλατα, μη μπορώντας να κάνουν μήτε βήμα παραπέρα. Ο πόλεμος, πεισματικός κι από τα δυο μέρη, βάσταξε ως τ’ απόγευμα. Μα να, φτάνουν να συντρέξουν τους δικούς μας οι Σαλωνίτες με τον Καλμούκη. Και η ζυγαριά αρχίζει να γέρ­νει. Ο Γιώργος Τζαβέλας, ο Λάμπρος Ζάρμπας, ο Γιαννούσης Πανομάρας γκαρδιώνουν τα παλικάρια τους, παρατάνε τα πόστα τους και κάνουνε τώρα αυτοί από τα πλάγια γιουρούσι πάνω στους Τούρ­κους. Ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Γ. Δράκος, ο Χρ. Περραιβός, ο Δ. Ζέρβας αδράχνουν την ευκαιρία, μπήγουν τις νικητήριες φωνές και ρίχνονται πάνω στην Τουρκιά. Ήτανε η νίκη.
 
Πανικόβλητοι οι εχθροί έτρεχαν πίσω να φτά­σουν στο Χάνι της Γραβιάς και να γλιτώσουν. Μα οι δικοί μας δεν τους δίνανε καιρό μήτε ν’ ανασάνουν. Κι όπως οι εχθροί σπρώχνονταν ποιος θα προσπεράσει τον άλλον γκρεμίζονταν στο βάραθρο και τσα­κίζονταν πάνω στα βράχια. Οι Έλληνες στείλανε εκείνη τη μέρα «εις τον Άδην υπέρ τους πεντακοσίους»134. Από τους δικούς μας σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν τριάντα εφτά.
 
Τούτη η λαμπρή νίκη γίνηκε αιτία να μη μπορέ­σουν οι Τούρκοι να κάνουν, το καλοκαίρι τού 1824, τίποτα τ’ αξιόλογο στη Ρούμελη.
 
Και σε λίγο, στις 14 τού Σεπτέμβρη, οι Έλληνες παρατάνε την άμυνα και περνάνε στην επίθεση. Μαζί τους είναι τώρα κι ο Καραϊσκάκης που έχει γυρίσει από τ’ Ανάπλι. Τράβηξαν να χτυπήσουν στον Παρνασσό το στρατόπεδο τού Περκόφτσαλη, που στ’ αναμεταξύ είχε ενισχυθεί με τέσσερεις χιλιά­δες Αρβανίτες. Η μάχη στάθηκε δύσκολη και σκλη­ρή, μα ξανά οι δικοί μας βγήκαν νικητές. «Έπεσον και από τους Έλληνας και επληγώθησαν ένδεκα. Μεταξύ δε των πεσόντων ήτο και ο Γκιόκας Χορμοβίτης, αξιωματικός τού Καραϊσκάκη, ο οποίος, αν και κατεπολεμείτο προ ολίγου από τον Μαυροκορδάτον ως προδότης, καταπολεμεί τους Τούρκους, πι­στός ων εις την θρησκείαν και εις την πατρίδα του»135.
 
Όσο για τον άλλο μεγάλο προδότη, τον Καραϊσκάκη, που αν και βαριά άρρωστος πήρε μέρος στη μάχη, «περιήλθεν εις τοιαύτην κατάστασιν, ώστε τον άφησαν, διότι ήτο αδύνατον να τον μεταφέρουν, εις την εκκλησίαν τού Προφήτου Ηλιού μεταξύ Σκάλας και Πάργιανης»136.
 
Από: «Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 21» Β’ Έκδοση ‘Ν.ΒΟΤΣΗ’ 1977, σελ. 45-46, τόμ. ΙΙΙ 
 
Πηγή: aktines.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζητηση

Αναγνώστες